- πολυγωνοειδής
- -ές, Ααυτός που μοιάζει με πολύγωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγωνον + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυγωνοειδές — πολυγωνοειδής like a polygon masc/fem voc sg πολυγωνοειδής like a polygon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυψόφιλο — (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50 80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα… … Dictionary of Greek